σταυρός — upright pale masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… … Dictionary of Greek
Σταυρός — Sp Stãvras Ap Σταυρός/Stavros L Itakės s. (Jonijos j.), C, Š ir ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Σταυρός, Διεθνής Ερυθρός — Συγκρότημα φιλανθρωπικών οργανώσεων που αποβλέπουν στην προσφορά βοήθειας στα θύματα του πολέμου, των φυσικών καταστροφών και των κοινωνικών αναστατώσεων. Περιλαμβάνει δυο χωριστές οργανώσεις: τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού και την Ένωση… … Dictionary of Greek
Σταυρός Νότιος — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός, που αποτελείται από τέσσερα κύρια άστρα σε σχήμα σταυρού. Το πρώτο, 13o σε λαμπρότητα σ’ ολόκληρο τον ουρανό, είναι τριπλό … Dictionary of Greek
Ἐκ ταὐτοῦ ξύλου καὶ σταῦρος καὶ πτύον. — ἐκ ταὐτοῦ ξύλου καὶ σταῦρος καὶ πτύον. См. Из одного дерева икона и лопата … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀφ ἑνὸς ξύλου καὶ σταῦρος καὶ πτύον. — ἀφ ἑνὸς ξύλου καὶ σταῦρος καὶ πτύον. См. Из одного дерева икона и лопата … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αγκυλωτός σταυρός — Συμβολικός σταυρός, τα άκρα του οποίου κάμπτονται. Διακρίνουμε δύο τύπους α.σ., τη σβάστικα, αν τα άκρα του κάμπτονται προς τα αριστερά, και τη σαουβάστικα, αν τα άκρα του κάμπτονται προς τα δεξιά. Ο α.σ. είναι πανάρχαιο σύμβολο του ήλιου και της … Dictionary of Greek
Διεθνής Ερυθρός Σταυρός — Ένωση φιλανθρωπικών οργανώσεων με κεντρική έδρα τη Γενεύη. Βλ. λ. Σταυρός, Διεθνής Ερυθρός … Dictionary of Greek
Καλλέργης, Σταύρος — (Χουμέρι Μυλοποτάμου Κρήτης 1865 – 1926). Πρωτοπόρος του σοσιαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Άρχισε τη σοσιαλιστική πολιτική του δράση το 1884 (ως σπουδαστής του Πολυτεχνείου) και το 1890 οργάνωσε τον Κεντρικό Σοσιαλιστικό Όμιλο (με περισσότερα… … Dictionary of Greek